- χιονοβολεομαι
- χιονοβολέομαιχιονο-βολέομαιпокрываться снегом или быть в снегу
(ὄρη χιονοβολούμενα Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄρη χιονοβολούμενα Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κεχιονοβόλητο — χιονοβολέομαι to be covered with snow plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιονοβολεῖται — χιονοβολέομαι to be covered with snow pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιονοβολουμένοις — χιονοβολέομαι to be covered with snow pres part mp masc/neut dat pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)